Κυριακή 2 Φεβρουαρίου 2014

ΤΟΠΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΔΗΜΟΥ ΝΕΣΤΟΥ

ΤΟΠΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΔΗΜΟΥ ΝΕΣΤΟΥ


ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΑ ΟΙΚΟΛΟΓΙΑ
Βρισκόμαστε στην Ελλάδα ,στην περιοχή της Ανατολικής Μακεδονίας και  μάλιστα στο νομό Καβάλας . Ο Δήμος της περιοχής είναι ο Δήμος Νέστου και ταυτίζεται με την περιοχή της Δυτικής πλευράς του ποταμού που αποτελεί και το φυσικό όριο μεταξύ Μακεδονίας και Θράκης .Η ιστορία της περιοχής του δυτικού Νέστου όπως και κάθε περιοχή του ευρύτερου ελληνικού χώρου έχει τις απαρχές στη μυθολογία και την πρώιμη ιστορία των Ελλήνων, αλλά σε κάθε περίπτωση σημείο αναφοράς αποτελεί το ποτάμι .
Η περιοχή αυτή μέχρι και το 550μ.Χ( οπότε και οριστικά πέρασε στο γεωγραφικό προσδιορισμό της Μακεδονίας)γεωγραφικά αποτέλεσε τμήμα της Θράκης η οποία σαν δυτικό σύνορο με τη Μακεδονία είχε το Στρυμόνα ποταμό. Πολλές φορές όμως διοικητικά η περιοχή αυτή έμπαινε στη δικαιοδοσία της Μακεδονίας με σύνορο το Νέστο ποταμό. Ο Νέστος (Βουλγαρικά: Места, Μεστα) είναι ένα από τα πέντε μεγαλύτερα ποτάμια της Ελλάδας, ενώ ο ρους του οριοθετεί τα σύνορα ανάμεσα στη Μακεδονία και τη Θράκη και τους νομούς Καβάλας και Ξάνθης, έχοντας πρώτα διατρέξει το νομό Δράμας. Η συνολική του πορεία καλύπτει 243 χλμ, 130 από τα οποία βρίσκονται σε Ελληνικό έδαφος. Πηγάζει από τα όρη Ρίλα της Βουλγαρίας, ενώ εκβάλλει στο Θρακικό Πέλαγος, αφού πρώτα έχει διασχίσει τους ορεινούς όγκους της Δυτικής Ροδόπης και το όρος Φαλακρό. Περνώντας ανάμεσα από τα όρη της Λεκάνης και την Δυτική Ροδόπη σχηματίζει μαιανδρισμούς και τα περίφημα στενά συνολικής έκτασης 23.800 στρεμμάτων σε περιβάλλον σπάνιας ομορφιάς που έχει χαρακτηρισθεί αισθητικό δάσος με αγριολούλουδα που απολαμβάνουν φίλοι των σπορ περπατώντας στο ευρωπαϊκό μονοπάτι Ε6 ή διασχίζοντάς το με καγιάκ .
Όσο κατηφορίζουμε προς τη θάλασσα το τοπίο αλλάζει. Πληθώρα πουλιών κυβερνά το χώρο. Οι χαλκόκοτες και οι αγκαθοκαλημάνες αποσπούν την προσοχή του επισκέπτη με τη σπάνια ομορφιά τους. Μια έκταση 70.200 στρεμμάτων γύρω από την περιοχή έχει κηρυχθεί ως ζώνη προστασίας.εδώ ζει και ένα μοναδικό είδος , ο κολχικός φασιανός  Ο ποταμός Νέστος, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, αποτελούσε το βόρειο όριο εξάπλωσης των λιονταριών στην Ελλάδα. Σήμερα βρίσκουν καταφύγιο ή τροφή 300 είδη πουλιών, 30 είδη αρπακτικών, 11 είδη αμφιβίων, 21 είδη ερπετών, ενώ αρκετά είναι και τα είδη ψαριών που ζουν στις λιμνοθάλασσες του δέλτα.
Το δέλτα του ποταμού, συνολικής έκτασης 550.000 στρεμμάτων, αποτελεί  Υδροβιότοπο Διεθνούς σημασίας και μέρος του Εθνικού Πάρκου που περιλαμβάνει τις λίμνες Βιστωνίδα και Ισμαρίδα. Εκτείνεται από τη Νέα Καρβάλη έως τα Άβδηρα, ενώ εκεί βρισκόταν και το παραποτάμιο δάσος του Νέστου, γνωστό και ως Μεγάλο Δάσος (Κοτζά Ορμάν). Πλούσια βλάστηση και πολλά είδη ζώων ήταν τα χαρακτηριστικά του, ενώ η έκτασή του, που κάποτε ξεπερνούσε τα 125.000 στρέμματα τώρα καλύπτει μόλις 4.600. Προστατευόταν κάθε φορά που η περιοχή βρισκόταν στα χέρια ξένων κατακτητών είτε σαν βασιλικό πάρκο, είτε σαν απαγορευμένο δάσος. Για το παραποτάμιο Δάσος του Νέστου, το 1952 αποφασίστηκε η εκχέρσωση του μεγαλύτερου μέρους του και η καλλιέργειά του με γεωργικά φυτά, όπως το καλαμπόκι, ενώ ένα μεγάλο τμήμα του υγρότοπου αποστραγγίστηκε και οι εκτάσεις που προέκυψαν διανεμήθηκαν στους αγρότες. Επεμβάσεις όμως ,όπως η υπερβόσκηση, η υλοτομία, οι αυθαίρετες πυρκαγιές των καλαμιώνων, η αναρρίχηση στις πλαγιές του φαραγγιού και τους βράχους, όπου φωλιάζουν σπάνια είδη ζώων, η ρύπανση των υδάτων από τα γεωργικά φάρμακα, αλλά και τοξικά απόβλητα από τις βιομηχανίες ξυλείας και τα μεταλλεία ουρανίου στο χωριό Ελέσνιτσα της Βουλγαρίας, τα λατομεία μαρμάρων στη δυτική πλευρά, καθώς και η διέλευση βαρκών σε περιόδους αναπαραγωγής που ενοχλούν το βιότοπο, άλλαξαν τις οικολογικές συνθήκες της περιοχής.
Σήμερα η παραποτάμια περιοχή προστατεύεται από τη συνθήκη RAMSAR. Υπάρχουν κέντρα ενημέρωσης στο νομό Ξάνθης,και στην Κεραμωτή (που εγκαινιάστηκε το 1998) εξοπλισμένα με οπτικοακουστικό υλικό για τους επισκέπτες της περιοχής. Μελλοντικοί σχεδιασμοί μπορεί να ενώσουν τα δύο αυτά κέντρα μέσω μιας γέφυρας, για να δημιουργηθεί ένα μονοπάτι μέσα στο δάσος για ενημέρωση και περιβαλλοντική εκπαίδευση.
Η κλεψύδρα σταμάτησε και μας έφερε σε ένα σημείο πριν από το χρόνο . Νομίζω ότι θέλει να μας μεταφέρει στη μυθολογία
ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ
Ο ποταμός Νέστος ή Νέσσος γεννιέται στην αρχή του χρόνου πριν ακόμη γεννηθούν οι άνθρωποι. Γεννήθηκε μαζί με 12.456 ποταμούς και 3000 Νύμφες. Πατέρας του ήταν ο Ωκεανός και μητέρα του η Τηθύς.
 Η περιοχή της πεδιάδας του Δυτικού Νέστου ή του Δήμου Νέστου που εξετάζουμε , κατοικούνταν από τα αρχαία χρόνια. Στο παραποτάμιο δάσος της  κατά την μυθολογία έγινε η γνωριμία του Ορφέα με το Διόνυσο. Της Ανατολής δηλαδή που εκφράζει ο Διόνυσος με τον οίνο, με την Δύση και τις τέχνες που εκφράζει ο Ορφέας. Με την κοιλάδα του Νέστου ειδικά συνδέεται ιδιαίτερα η μυθική μορφή του αξεπέραστου μουσικού Ορφέα. Ο Ορφέας υπήρξε ο εισηγητής μιας νέας διάστασης των διονυσιακών μυστηρίων, που αναπτύχθηκε στην περιοχή του Νέστου και αργότερα σε όλη την υπόλοιπη αρχαία Ελλάδα. Αρχαιολογικά ευρήματα που βρέθηκαν έξω από τα Κομνηνά (χωριό του Νομού Ξάνθης στην άνω κοιλάδα του ποταμού), μαρτυρούν την ανάπτυξη της διονυσιακής λατρείας στην περιοχή, πιθανότατα στην ορφική της εκδοχή.  Ο Νέστος του Θουκυδίδη, του Ηροδότου, του Στράβωνα και του Παυσανία, έγινε Mestus για τους Ρωμαίους και σαν Μέστος αναφέρεται από την Άννα την Κομνηνή στην Αλεξιάδα (11ος αι.).
Αργότερα με την έλευση των Σλάβων στην περιοχή ( αρχές του 6ου αιώνα) εμφανίστηκε η Σλαβική θηλυκή μορφή Μέστα, που έδωσε το όνομά της στο βουλγαρικό τμήμα του ποταμού.
ΙΣΤΟΡΙΑ
Όπως παρατηρούμε (το μαρτυρούν τα αρχαιολογικά ευρήματα), η ευρύτερη περιοχή (Δέλτα του Νέστου και πεδιάδα  της Ξάνθης) είχε κατοικηθεί τουλάχιστον από τη νεολιθική εποχή (5000 – 4000 π. Χ.). Από την εποχή του χαλκού και μετά, άρχισε η εγκατάσταση των πρώτων θρακικών φύλων στην περιοχή. Όλοι κατεβαίνουν από το Βορρά και μοιάζουν συγγενείς μεταξύ τους. Θράκες , Έλληνες , Ιλλυριοί.  Εδώ έρχονται οι Θράκες.Το πολυπληθέστερο φύλο στον κόσμο μετά τους Ινδούς όπως λένε και οι Έλληνες. 8 κύριες φυλές με 22 ξεχωριστά φύλα και πάνω από 70 υποδιαιρέσεις εξαπλώνονται από το Δούναβη μέχρι το Αιγαίο και από τον Εύξεινο μέχρι τον Αξιό. Είναι κυνηγοί , κτηνοτρόφοι ,αγρότες αλλά και φοβεροί πολεμιστές. Τα Θρακικά φύλα αυτά, που προέρχονταν από το βορρά, θα διατηρήσουν την κυριαρχία τους στην ενδοχώρα και κυρίως ανατολικά, ακόμα και μετά την ίδρυση των ελληνικών αποικιών (8ος αιώνας π. Χ.) στην παράλια ζώνη εκατέρωθεν του Νέστου. Τέτοιες αποικίες ήταν η νησιωτική της Θάσου (710 π. Χ.) και εκείνη των Αβδήρων (656 π.Χ.), στο ανατολικό όριο του δέλτα του ποταμού. Οι πρώτες πιο σημαντικές πληροφορίες γι’ αυτά τα θρακικά φύλα προέρχονται από τον Αργίλοχο τον Πάριο και τον Ηρόδοτο στο 5ο και 7ο βιβλίο της Ιστορίας του. Στην κοιλάδα του Νέστου κατοικούσαν οι Δίοι, οι οποίοι, κατά τον Ηρόδοτο, ήταν προφήτες  σε διονυσιακό μαντείο της περιοχής. Νοτιότερα, από τα στενά μέχρι το πέλαγος και από την ανατολική όχθη του ποταμού μέχρι τον ποταμό Κόσινθο της Ξάνθης, κατοικούσαν οι Σαπαίοι, που λάτρευαν το θεό Διόνυσο και είχαν για πρωτεύουσα τους την μετέπειτα πόλη Τόπειρο. Από την κοιλάδα του Νέστου πέρασαν και άλλα θρακικά φύλα, όπως οι Βίστονες, οι Δόλογκοι, οι Κίκονες και οι Οδρύσες. Οι ελληνικές πόλεις της αρχαιότητας ενδιαφέρθηκαν για την περιοχή γύρω από το Νέστο,  επειδή υπήρχαν κοιτάσματα χρυσού και αργύρου. Άφθονη ξυλεία υπήρχε επίσης στα δάση του Νέστου και αποθέματα μαρμάρων στην ορεινή  περιοχή. Η κοίτη του ποταμού άλλαζε συνεχώς, στο πέρασμα των αιώνων και δεν είναι δυνατόν να  προσδιοριστεί επακριβώς. Το μόνο σίγουρο είναι ότι υπήρχε άφθονο νερό τότε στο ποτάμι, καμία  σχέση με τη σημερινή εποχή. Αξίζει να σημειώσουμε την πληροφορία του Στράβωνα (1ος αι. μ. Χ.), σύμφωνα με τον οποίο, ο Νέστος ξεχείλιζε συχνά και κατέκλυζε τη γύρω περιοχή.
Οι Ηδωνοί και Ήδωνες ή Ηδώνες ήταν ο πρώτος θρακικός λαός που κατοίκησε την περιοχή της Δυτικής πλευράς του Νέστου. Ονομάστηκε έτσι από τον Ηδωνό, γιο του Άρη και της κόρης του Νέστου Καλλιρρόης. Ο Ηρόδοτος αναφερόμενος στους λαούς της Αρχαίας Θράκης γράφει τα ακόλουθα μέσα από την ιστορία των περσικών πολέμων. :
"Αυτές λοιπόν τις παραθαλάσσιες ελληνικές πόλεις αφήνοντας στα αριστερά του ο Ξέρξης προχωρούσε. Θρακικοί δε λαοί, που μέσα από τις χώρες τους περνούσε, ήταν οι εξής:
οι Παίτοι,οι Κίκονες,οι Βίστονες,οι Σαπαίοι,οι Δερβαίοι,οι Ηδωνοί και οι Σάτραι.
Από αυτούς όσοι κατοικούσαν στα παράλια ακολουθούσανε  με το (περσικό ) ναυτικό, ενώ όλοι οι άλλοι, όσοι κατοικούν στα μεσόγεια, εκτός από τους Σάτρες, υποχρεώθηκαν να ακολουθήσουν το (περσικό) πεζικό. Οι Σάτρες, όσο ξέρω εγώ, δεν υποδουλώθηκαν ποτέ μέχρι σήμερα σε κανένα, παρά μόνο αυτοί από τους Θράκες εξακολουθούν ως τα δικά μου χρόνια να μένουν ελεύθεροι, γιατί κατοικούν επάνω σε ψηλά βουνά σκεπασμένα από κάθε είδους δάση και από χιόνια και είναι εξαίρετοι πολεμιστές. Αυτοί είναι που έχουν το μαντείο του Διονύσου."
 Κατά τον Απολλόδωρο ο θεός Άρης με την κόρη του Νέστου Καλλιρρόη έκανε τέσσερα παιδιά, ο μεγαλύτερος Ηδωνός έχτισε το Βασίλειο του αρχικά στο παραποτάμιο δάσος του Νέστου. Ο λαός αυτός λοιπόν , ήταν πολεμικός και κατείχε την τέχνη της μεταλλουργίας. Η Πίστυρος αρχαία πόλη κοντά στο σημερινό Ποντολίβαδο ανήκε στην Ηδωνίδα Χώρα. Οι Ηδωνοί αργότερα εξεδίωξαν τους Οδάμαντες από το Όρος Παγγαίο, για την εξόρυξη του χρυσού αλλά  πιεζόμενοι και οι ίδιοι από τους Σαπαίους άρχισαν να εγκαταλείπουν σταδιακά την δυτική περιοχή του Νέστου.
Η περιοχή άρχισε να διεκδικείται από τους Σαπαίους ή Σάϊους  (συγγενικό φύλο με τους Ηδωνούς αλλά και με τους Σίντιους) από την ύστερη εποχή του χαλκού. Αυτοί κατά τον Όμηρο κατοικούσαν στην ενδοχώρα από τον Στρυμόνα έως τον Νέστο με ανατολικούς γείτονες τους Βίστονες γύρω από την ομώνυμη λίμνη , και πιο ανατολικά τους Κίκονες έως τον ποταμό Έβρο, οι δύο τελευταίοι λαοί δε αναφέρονται στην Ιλιάδα έως σύμμαχοι των Τρώων κατά των Τρωικό πόλεμο, ενώ οι Σαπαίοι παραδοσιακά ήταν σύμμαχοι των Αθηναίων  Στους Σαπαίους οφείλεται η παραγωγή της πρώτης μπύρας, στη Ευρώπη από την πλούσια πεδιάδα του Νέστου που ήταν από τους καλύτερους σιτοβολώνες, και το σιτάρι κατευθυνόταν στην Αθήνα.Οι Σαπαίοι πριν την δημιουργία των ελληνικών αποικιών  εκτόπισαν τους συγγενείς  Ήδωνες οι οποίοι μετατοπίστηκαν στην περιοχή του Παγγαίου όπου αργότερα αναγκάστηκαν να συνοικήσουν με τους Πίερες που με τη σειρά τους είχαν εκδιωχθεί από τη σημερινή Πιερία από τους Μακεδόνες .Πόλεις της Ηδωνίδας  εκτός της Μεθώνης, ήταν: η Πέργαμος, η Ηϊώνεπίνειο της Αμφίπολης, η Φραζή, η Γαληψός αποικία των Θασίων, η Απολλωνία, η Οισύμη επίσης αποικία των Θασίων, οι Ίχνες, η Σάρα, οι Εννέα οδοί επί των οποίων οι Αθηναίοι έκτισαν την Αμφίπολη, οι Κρηνίδες κοντά στο σημερινό Δοξάτο τις οποίες ο Φίλιππος Β' μετονόμασε σε Φιλίππους, οι δύο Δραβησκοί (η μία η σημ. Δράμα, η άλλη το Δραβίκι), η Μύρκηνος κοντά στη λίμνη του Αχινού, τα Σκάβαλα σημ. Καβάλα, η Αντίσασα επίνειο των Φιλίππων, η Νεάπολη, η Πίστυρος επί του Νέστου κλπ.  Η Ηδωνίδα η περί το Παγγαίο υπήρξε η αρχαιότερη εστία λατρείας των θεών Απόλλωνα Ηλίου, Διονύσου και του Ορφέα .
            Μετά την εγκατάσταση των Σαπαίων η περιοχή του Δυτικού Νέστου ,λόγω των μεταλλείων της,  έγινε αντικείμενο διεκδίκησης των Θασίων οι οποίοι έδωσαν αγώνες με τους ντόπιους (Σαπαίους πια ) για να εγκαταστήσουν στην απέναντι από τη Θάσο ακτή αποικίες και εμπορικούς σταθμούς. Η πρώτη αναφορά για την περιοχή μας είναι παλαιότερη από αυτή του Ηρόδοτου. Είναι  του Αρχίλοχου του Πάριου, λυρικού ποιητή του 7ου αιώνα π.Χ. Αυτός ήρθε από την πατρίδα του την Πάρο, ως μισθοφόρος, μαζί με άλλους συμπατριώτες του, που αποίκησαν τη Θάσο. Κατά τη διάρκεια μιας μάχης με τους κατοίκους της Θασιακής ηπείρου, όπως ονομαζόταν η ενδοχώρα απέναντι από το νησί, τους Σαπαίους ή Σαΐους, ο Αρχίλοχος έχασε την ασπίδα του. Στην ελεγεία του με μεγάλη αφέλεια χαριτολογώντας αναφέρει το περιστατικό απώλειας της ασπίδας του, γεγονός που του δημιούργησε πρόβλημα όταν κάποια περίοδο της ζωής του θέλησε να επισκεφθεί την Σπάρτη. Όμως εξαιτίας του γεγονότος αυτού θεωρήθηκε από τους Σπαρτιάτες ως ανεπιθύμητος και δεν του επιτράπηκε η είσοδος του στην πόλη αυτή. Πρέπει να το περίμενε αυτό. Οι Σπαρτιάτες σε τέτοια θέματα δε χαρίζανε κάστανα.
Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο οι Σαπαίοι κατοικούσαν στην περιοχή της Χρυσούπολης και  φύλαγαν τα στενά του Νέστου, τα οποία και ονομάσθηκαν στενά των Σαπαίων.
Η δεύτερη αναφορά για την περιοχή γίνεται από τον Ηρόδοτο στο 7ο βιβλίο του στο οποίο αναφέρει ότι ήταν τόσο μεγάλος ο όγκος του στρατού του Ξέρξη, καθώς και των υποζυγίων που τον συνόδευαν, που όταν έφθασαν στη λιμνοθάλασσα(τη σημερινή Βάσοβα) που υπήρχε στην αρχαία Πίστυρο (κοντά στο σημερινό Ποντολίβαδο )και θέλησαν να ξεδιψάσουν, «κατάφεραν» να την αποξηράνουν.  Πραγματικά κοιτάξτε τον όγκο του στρατεύματος των Περσών. Και όλοι διαφορετικοί μεταξύ τους  αφού μεταφερθήκανε από  όλη την αυτοκρατορία τους. Η κυριαρχία των Περσών στην περιοχή τελειώνει το 475 π.Χ. Σύμμαχοι των Θασίων αλλά και με φιλικές σχέσεις με τους Θράκες και ειδικά με τους Σαπαίους οι Αθηναίοι πετυχαίνουν με τη σειρά τους να αποκομίσουν οφέλη από την εξόρυξη των μεταλλείων στην περιοχή της Σκαπτής ύλης που σήμερα υποθέτουμε ότι ορίζεται από τα χωριά Διπόταμο ,Παλαιά Καβάλα, Ποντολίβαδο,  Μακρυχώρι ,όπου έχουν βρεθεί αρχαία μεταλλεία και στοές ,ακόμα και νοτιότερα  κατά την εκσκαφή της νέας εγνατίας οδού . Μάλιστα λέγεται ότι ο ιστορικός Θουκυδίδης ,όταν εγκατέλειψε την Αθήνα μετά την αποτυχία του να ανακτήσει (σαν στρατηγός των Αθηναίων) την Αμφίπολη από τους Σπαρτιάτες το 422 ,εγκαταστάθηκε στα κτήματά του στην Σκαπτή ύλη όπου έγραψε και την ιστορία του Πελοποννησιακού πολέμου. Ένα στοιχείο των πολύ καλών σχέσεων μεταξύ Θρακών και Αθηναίων ήταν και οι πολλές νύφες και γαμπροί από τη Θράκη και επίσης το γεγονός ότι αντιπροσωπεία Θρακών παρέλαυνε στην πομπή των Παναθηναίων. Διεκδίκηση του ελέγχου των Σαπαίων στενών είχαμε κατά καιρούς και από τους Αβδηρίτες που θεωρούσαν αναγκαίο τον έλεγχο για να προστατέψουν την πόλη τους από επιθέσεις των θρακικών φυλών.  Μάλιστα το 376 π.Χ. οι Τριβαλλοί εκστρατεύοντας κατά των Αβδήρων πέρασαν με τριάντα χιλιάδες στρατό από την κοιλάδα του Νέστου. Στα χρόνια του βασιλιά των Οδρυσών Κότυ Α’ (384-359 π.Χ.) η χώρα των Σαπαίων βρισκόταν υπό τον έλεγχο των Οδρυσών που ιστορικά αποτέλεσε το ισχυρότερο θρακικό βασίλειο στην πορεία των αιώνων, ενώ βορειότερα οι Σάτρες (Βεσσοί) παρέμειναν ανεξάρτητοι. Μετά την δολοφονία του βασιλιά Κότυ Α’ (384-359 π.Χ.), ο Κερσοβλέπτης (359-341 π.Χ.) μοιράστηκε την εξουσία με τους δυο αδερφούς του. Ο Βηρισάδης πήρε το δυτικό τμήμα, με τη χώρα των Σαπαίων και μέρος της χώρας των Βιστόνων, ενώ ο Αμάδοκος το ανατολικό τμήμα έως τον Έβρο.
Στα χρόνια των Μακεδόνων Βασιλέων ο ποταμός Νέστος ήταν το όριο μεταξύ Μακεδονίας και Θράκης. Ο βασιλιάς της Μακεδονίας Φίλιππος Β’ αφού κατέλαβε τις παραλιακές πόλεις της Θράκης (342-339 π.Χ.), έκανε την μεγάλη εκστρατεία του από το Βυζάντιο ως τις εκβολές του Ίστρου (Δούναβη). Κατά την επιστροφή του προς την Μακεδονία κατέβηκε από τον Νέστο και έφτασε στους Φιλίππους. Μετά την διάλυση του Θρακικού κράτους των Οδρυσών, ίδρυσε πόλεις, κώμες και φρούρια σε επιλεγμένες θέσεις με στρατηγική σημασία, για να διασφαλίσει τις νέες κτήσεις του και να ελέγχει τις κινήσεις των ανυπότακτων Θρακών. Στο πλαίσιο αυτής της πολιτικής απέκτησε τον έλεγχο της κοιλάδας του Νέστου και μαζί της διερχόμενης οδικής αρτηρίας, κατασκευάζοντας φρούρια στα υψώματα εκατέρωθεν του ποταμού, όπως είναι τα φρούρια της Καλύβας και της Μυρτούσας (Αερικού).Σύμφωνα με την παράδοση από το παραποτάμιο δάσος και ειδικά από το δέντρο μελία  οι ντόπιοι κάτοικοι της δυτικής πεδιάδας του Νέστου κατασκεύαζαν τα όπλα του μακεδονικού στρατού. Τούτο προδίδεται ίσως και από το τούρκικο προσωνύμιο της περιοχής, "Σαρήσαμπαν"= Σάρισα & (μπαν) τουρκ. ban =έχε, έχει. Από τη μελία δηλαδή έφτιαχναν τα εξάμετρα δόρατα των Μακεδόνων , τις σάρισες. Μια άλλη παράδοση αναφέρει πως το χωριό Τοξότες πήρε την ονομασία του από τους τοξότες του Μ. Αλεξάνδρου που στρατοπέδευαν εκεί.

Ο Μέγας Αλέξανδρος κατά την εκστρατεία του εναντίον των Τριβαλλών, των Γετών και των Θρακών πρέπει να πέρασε από την περιοχή του Νέστου, στο ύψος πιθανότατα του σημερινού Παρανεστίου. Οι Θράκες γενικά συμμάχησαν και εκστράτευσαν με τον Μέγα Αλέξανδρο στην Ασία κυρίως οι Αγριάνες ονομαστοί ιππακοντιστές (Οι σημερινοί Πομάκοι)Μετά το θάνατο του Αλεξάνδρου η περιοχή βρέθηκε διαδοχικά υπό τον έλεγχο του Λυσιμάχου, του Φιλίππου Ε’, των  Σελευκιδών και των Πτολεμαίων. Όταν το 179 π.Χ. έγινε βασιλιάς της Μακεδονίας ο Περσέας, οι Σαπαίοι με βασιλιά τον Αβρούπολι εισέβαλαν με την προτροπή του Ευμένη της Περγάμου στη Μακεδονία και έφτασαν ως την Αμφίπολη, με σκοπό την κατάληψη των μεταλλείων του Παγγαίου. Με την εμφάνιση του μακεδονικού στρατού όμως οι Σαπαίοι  αποχώρησαν, εγκαταλείποντας αιχμαλώτους και ζώα. Ο Περσέας κατόρθωσε να εκθρονίσει τον Αβρούπολι και να ανεβάσει στο θρόνο φιλικό προς αυτόν πρόσωπο. Μετά την ήττα του Περσέα από τους Ρωμαίους στη μάχη της Πύδνας (168 π.Χ.) και τη διάλυση του μακεδονικού κράτους, η περιοχή υπαγόταν στην πρώτη μερίδα με πρωτεύουσα την Αμφίπολη, ενώ οι Ρωμαίοι άρχισαν να επεμβαίνουν απροκάλυπτα και να ρυθμίζουν τις εσωτερικές υποθέσεις των Θρακών, ως το 46 μ.Χ., όταν όλη η Θράκη έγινε επίσημα ρωμαϊκή επαρχία. . Πόλεις και  οικισμοί που ήκμασαν στην περιοχή την αρχαία εποχή  ήταν πέραν της Πίστυρου, το Ακόντισμα κοντά στη σημερινή Νέα Καρβάλη, η Πέρνη, για την οποία οι απόψεις διίστανται καθώς άλλοι την τοποθετούν στο σημερινό χωριό με το όνομα αυτό, ενώ άλλοι την τοποθετούν στην περιοχή της Κεραμωτής και η Τόπειρος η οποία τοποθετείται στη δυτική πλευρά του Νέστου, στρατηγικής σημασίας πόλη, καθώς ήλεγχε την διάβαση των στενών του Νέστου. Η παράκαμψη του περάσματος αυτού ήταν αδύνατη καθ΄ όσον προς νότο η περιοχή ήταν αδιάβατη, λόγω των ελών, αλλά και του μη σταθερού εδάφους της περιοχής, ενώ προς βορρά, ο ορεινός όγκος του δασικού συμπλέγματος της Λεκάνης καθιστούσε το όλο εγχείρημα αδύνατο.
Η αρχαιολογική σκαπάνη με επικεφαλής τον αρχαιολόγο κ. Πούλιο έχει φέρει στο φως στην περιοχή του Λιθοχωρίου τάφους και άλλα ευρήματα που χρονολογούνται από τον 5ο αιώνα π.Χ. μέχρι και τον 5ο αιώνα μ.Χ. καθώς και χάλκινο άρμα με σκαλισμένες παραστάσεις των άθλων του Ηρακλή όπως προαναφέρθηκε. Ο τάφος της Σταυρούπολης είναι ο μεγαλύτερος, πιο καλοδιατηρημένος και πιο εντυπωσιακός μακεδονικός τάφος της Θράκης. Βρίσκεται νότια της πόλης, σε μικρή απόσταση από το δρόμο που οδηγεί στα Κομνηνά. Με βάση την αρχιτεκτονική του μορφή και τα λιγοστά ευρήματα που υπήρχαν στο εσωτερικό του, χρονολογείται στο πρώτο μισό του 2ου αι. π.Χ. Είναι πιθανό να συνδέεται με έναν οικισμό, που βρίσκεται σε απόσταση 500 μ. νοτιότερα, στη θέση Μύτικας Κομνηνών, και είχε μεγάλη διάρκεια ζωής, από την Πρώιμη Εποχή Σιδήρου (9ος - 8ος αι. π.Χ.) μέχρι τη βυζαντινή περίοδο. (1*)
           Ο ορεινός όγκος της περιοχής είναι διάσπαρτος με οχυρώσεις και απομεινάρια κάστρων της αρχαίας εποχής,  όπως τα κάστρα του Διποτάμου, του Πλαταμώνα, του Κεχροκάμπου και της Λεκάνης. Παραμένουν ωστόσο παραδομένα στη φθορά του χρόνου και στις διαθέσεις των αρχαιοκάπηλων χωρίς να γίνει μέχρι τώρα ουδεμία ανασκαφή γύρω από αυτά. Το γεγονός αυτό αποτελεί μόνιμο παράπονο των αρχαιολόγων της Βορείου Ελλάδος ,καθότι το ενδιαφέρον της ελληνικής πολιτείας παραμένει επικεντρωμένο στη νότια Ελλάδα
Χάρη στις προσπάθειες ερευνητών της περιοχής τα κάστρα αυτά έχουν καταγραφεί και έχει ενημερωθεί σχετικά και η τοπική εφορεία βυζαντινών αρχαιοτήτων, προκειμένου, να προφυλαχθούν οι περιοχές αυτές από καταστροφές, ως χώροι αρχαιολογικού ενδιαφέροντος. Η ιστορία της περιοχής μας κατά την ρωμαϊκή περίοδο (μετά το 168 π.Χ) ακολουθεί την τύχη της Μακεδονίας και της υπόλοιπης Ελλάδας αν και η Ανατολικά του Νέστου Θράκη παρέμεινε ανεξάρτητη μέχρι μετά τα χρόνια του Χριστού.. Χαρακτηριστικότερο γεγονός αυτής της περιόδου είναι η κατασκευή της Εγνατίας οδού που αποτελούσε τον μεγαλύτερο οδικό άξονα μεταξύ δύσης και ανατολής, ξεκινώντας από το Δυρράχιο, περνώντας στη συνέχεια από την Έδεσσα, τη Θεσσαλονίκη, την Αμφίπολη και τους Φίλιππους. Συνεχίζοντας ανατολικά περνούσε τη Χριστούπολη (σημ. Καβάλα), το Ακόντισμα και την Τόπειρο συνεχίζοντας προς την Κωνσταντινούπολη. Βέβαια δεν αποτελούσε καινοτομία των Ρωμαίων η κατασκευή ενός τέτοιου δρόμου αφού σύμφωνα με τον Θουκυδίδη υπήρχε η «κάτω οδός» των κλασσικών χρόνων , που ξεκινούσε και αυτή από το Βυζάντιο της Θράκης και κατέληγε στην αρχαία Θέρμη περνώντας  όμως από πιο Βόρεια και δύσβατα σημεία γιατί ο Νέστος κατέκλυζε τα πάντα νοτιότερα. Όσον αφορά την Εγνατία αξίζει να αναφερθεί ότι στο Ακόντισμα βρέθηκε μιλλιάριο (οδοδείκτης της Εγνατίας οδού) που χρονολογείται από την εποχή του Ρωμαίου αυτοκράτορα Τραϊανού.Ακόμη ένα μιλλιάριο, μεταγενέστερο, βρέθηκε στην ανατολική έξοδο του χωριού Ν. Καρβάλη, το οποίο αναφέρεται σε επισκευή του δρόμου επί βασιλείας του Ρωμαίου αυτοκράτορα Καρακάλα, το 216 μ.Χ. Θεωρείται ότι το Ακόντισμα αποτελούσε σταθμό της Εγνατίας οδού (Mansio, δηλαδή σταθμό όπου υπήρχαν πανδοχεία για διανυκτέρευση). Μάλιστα  το Δάτο και το Ακόντισμα, ανατολικότερα, αποτελούσαν τέτοιους σταθμούς ξεκούρασης και πιο ανατολικά υπήρχαν και άλλοι ανώνυμοι σταθμοί (προφανώς mutation, δηλαδή σταθμοί με απλές στάσεις ανάπαυσης και αλλαγής αλόγων). Από το Ακόντισμα έως τον ποταμό Νέστο η έρευνα για τον εντοπισμό της Εγνατίας οδού είναι δυσχερής λόγω των πολλών προσχώσεων που συνέβησαν στην περιοχή από τις πλημμύρες του ποταμού Νέστου. Από τα μέχρι τώρα ευρήματα στα χωριά Νέα Κώμη, Ποντολίβαδο, Πετροπηγή (Επτά στρώματα οχυρώσεων και ρωμαϊκό νεκροταφείο) και Νέο Ξεριά μπορούμε να ισχυρισθούμε ότι ο δρόμος αυτός περνούσε κοντά στους πρόποδες του ορεινού όγκου της περιοχής, σε μικρή απόσταση από την παλαιά εθνική οδό Καβάλας – Ξάνθης. Στη Ν. Κώμη μάλιστα διακρίνεται, ως σήμερα, ερειπωμένος περίβολος τειχών. Η ανεύρεση μιλλιαρίου, λίγο νοτιότερα, μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι τα τείχη αυτά αποτελούσαν την οχύρωση ενός φρουρίου – σταθμού της Εγνατίας. Ανατολικότερα του χωριού Ποντολίβαδο συναντούμε οικισμό που χρονολογείται από τον 6ο – 2ο αιώνα π.Χ., η σχέση του οποίου με την Εγνατία αλλά και την αρχαία πόλη Πίστυρο είναι προς διερεύνηση. Στα νότια του χωριού Πετροπηγή (παλιό Δουκάλιο) συναντούμε βυζαντινό οχυρό – φρούριο το οποίο αποτελούσε οχυρωμένο σταθμό ανάπαυσης και αλλαγής αλόγων των ταξιδιωτών, από τα μέσα Βυζαντινά χρόνια έως τα χρόνια της οθωμανικής περιόδου. Μιλλιάριο της Εγνατίας οδού βρέθηκε και στο χωριό Ν. Ξεριάς, ανατολικά του Ακοντίσματος, με κατεύθυνση προς την Τόπειρο. Ανασκαφή που πραγματοποιήθηκε νότια του χωριού Λιθοχώρι, πλησίον του χωριού Ν. Ξεριά, το 2010, έφερε στο φως μεταξύ άλλων και τα ίχνη οχυρής τοποθεσίας η οποία χρησίμευε προφανώς και αυτή με τη σειρά της ως σταθμός ξεκούρασης, τουλάχιστον μέχρι την ίδρυση της Τοπείρου, τον 1ο μ.Χ. αιώνα .
Μετά την ίδρυση της Εγνατίας οδού και περί τον 4ο αιώνα μ.Χ., μεγάλη σημασία απέκτησε η via regia, βασιλική οδό που διέσχιζε διαγώνια τη Θράκη, με τις διακλαδώσεις της σε όλη τη Θρακική επικράτεια. Ξεκινούσε από τα Βελεγράδα (σημ. Βελιγράδι), τη Σαρδική (σημ. Σόφια), έφθανε στη Φιλιππούπολη, την Αδριανούπολη πιο νότια και στην Ηράκλεια συναντούσε την Εγνατία οδό. Για την περιοχή της επαρχίας Νέστου αναφέρεται η ύπαρξη δρόμου που συνέδεε την κοιλάδα του Νέστου με εκείνη του Άνω Έβρου. Η οδός αυτή χρησιμοποιούνταν καθ΄ όλη τη διάρκεια της Βυζαντινής περιόδου σε συνδυασμό με άλλες μικρότερης σημασίας οδούς. Μάλιστα μέσα από την εκκλησιαστική ιστορία αναφέρεται ότι κατά τη μέση και ύστερη βυζαντινή περίοδο η περιοχή και μάλιστα τα ορεινά υπήρξαν τόπος με πολλά καστρομονάστηρα που εκτός των θρησκευτικών καθηκόντων είχαν και το ρόλο ελέγχου της οδού της κοιλάδας του Νέστου. Η περιοχή δηλαδή είχε πολλά χαρακτηριστικά μοναστηριακής πολιτείας. Τέτοιο ήταν και το Μοναστήρι στη θέση Πρασινάδα της Δράμας που αποκαλύφθηκε με "όραμα". Ήταν δηλαδή τέτοιο καστρομονάστηρο σε πολύ οχυρή τοποθεσία που οι μοναχοί του όμως σφαγιάστηκαν από επιδρομείς του Βορρά. Επίσης έχουν βρεθεί διάσπαρτα κομμάτια από παλαιοχριστιανικές εκκλησίες στα όρια των χωριών Γέροντα και Ζαρκαδιάς. Γενικά η κοιλάδα του Νέστου δείχνει  σαν ένας δρόμος που ενώνει την Αιγαιακή περιοχή με τη χώρα μεταξύ Αίμου και Ροδόπης αλλά συχνά μετατρέπεται σε δίοδο συμφοράς για τους κατοίκους του Νότου μια και αποτελεί μέσο διείσδυσης βαρβάρων φυλών με σκοπό τη λεηλασία. Κατά την Βυζαντινή περίοδο έχουμε αναφορές για την περιοχή που αφορούν την Τόπειρο, η οποία ήταν και έδρα επισκοπής κατά την περίοδο της μεγάλης ακμής της. Ιδρύθηκε τον Α' αι. π.X. πιθανότατα στα χρόνια του Αυγούστου και υπήρξε έδρα επισκόπου από τον 5ο έως τον 8ο αι. Οι πρόσφατες σαφείς μαρτυρίες για την επισκοπή Τοπείρου προέρχονται από τους πρωτοβυζαντινούς χρόνους και μάλιστα τον 4ο και 5ο αιώνα. Έτσι αναφέρονται ονόματα επισκόπων της πόλεως στα πρακτικά της Γ΄ (431 μ.Χ.) και Δ΄ (451 μ.Χ.) ( αν και ο επίσκοπος Λουκιανός Τοπείρου αναφέρεται και στα πρακτικά της 1ης και 2ης)  Οικουμενικής Συνόδου. Τον Β΄ μ.Χ. αιώνα η πόλη Τόπειρος έχει δικά της νομίσματα (απόδειξη αυτονομίας & πλούτου). Με τον διαχωρισμό του Ρωμαϊκού κράτους σε Ανατολικό & Δυτικό, η περιοχή της Ξάνθης, με έδρα πάντα την πόλη Τόπειρο, ανήκει στην Ανατολική Αυτοκρατορία, της οποίας μάλιστα είναι το δυτικότερο όριο. Η κλεψύδρα σταματάει στο 549 μ.Χ., Αυτοκράτορας είναι ο  Ιουστιανός . Ο Ρωμαϊκός στρατός λείπει σε εκστρατείες σε Ιταλία και Ισπανία και την πόλη φυλάει η πολιτοφυλακή ,δηλαδή μια φρουρά με όχι ιδιαίτερη εκπαίδευση. Σκλαβηνοί (Σλάβοι ) βρίσκοντας ευκαιρία ,κατέβηκαν το ποτάμι και κρύφτηκαν μέσα στην πυκνή βλάστηση και πίσω από ένα λόφο μέσα στα στενά.Μια μικρή ομάδα από αυτούς πάει μπροστά στις πύλες της πόλης και παρενοχλεί τη φρουρά. Οι άνδρες ανοίγουν τις πύλες και καταδιώκουν τους επιδρομείς . Αυτοί όμως φεύγουν και παρασύρουν τη φρουρά που δυστυχώς βγήκε σχεδόν όλη από την πόλη στο σημείο που έχουν στήσει ενέδρα οι χιλιάδες υπόλοιποι. Η φρουρά δεν προλαβαίνει να συνταχθεί και περικυκλώνεται. Θεέ μου τι μάχη είναι αυτή. Σφαγή. 15000 άνδρες εξουδετερώνονται μέχρι και τον τελευταίο. Τώρα οι Σκλαβήνοι τρέχουν προς την πόλη . Οι κάτοικοι κλείνουν τις πύλες και προσπαθούν να αμυνθούν . Ανεβαίνουν να υπερασπιστούν τα τείχη ενώ άλλοι ετοιμάζουν καυτό λάδι . Αλλά είναι λίγοι πια . Οι Σκλαβήνοι ρίχνουν σύννεφα από  βέλη και ανεβαίνουν στα τείχη.Η Πόλη κυριεύεται και οι άνδρες που έχουν απομείνει σφαγιάζονται . Όλοι οι υπόλοιποι κυρίως γυναικόπαιδα απαγάγονται σαν αιχμάλωτοι στα βουνά του Αίμου .Χάνεται μια ολόκληρη πόλη με πληθυσμό 50000 κατοίκων.
 Το πλήγμα αποτέλεσε σοκ για το Βυζάντιο. Σε δύο χρόνια (551 μ.Χ.) ο Ιουστινιανός την ξανάκτισε & την περιέβαλε με ισχυρότερα τείχη (αυτά που υπάρχουν απέναντι από το στρατόπεδο Τοξοτών) προκειμένου να έχει και πάλι υπό τον έλεγχό του τα Στενά των Σαπαίων αλλά η πόλη δεν έφτασε ποτέ την προηγούμενη ακμή .Χαρακτηριστικά είναι τα ευρήματα στην περιοχή του Λιθοχωρίου που φτάνουν μέχρι την εποχή αυτή, πράγμα που σημαίνει ότι πολλές θέσεις οικισμών εγκαταλείφθηκαν μετά την επιδρομή αυτή  και υπήρξε δημογραφική κατάρρευση  .Ιστορικό παρόν η πόλη δείχνει μέχρι το 812 μ.Χ. οπότε καταστράφηκε από τον Βούλγαρο Τσάρο Κρούμο και χάνεται οριστικά μετά τον 11ο αιώνα. Διοικητικά την εποχή του Βυζαντίου και μέχρι το 789μ.Χ. η περιοχή ανήκει στο θέμα της Θράκης ενώ μετά αποσπάται και ενσωματώνεται στο θέμα της Μακεδονίας.
 Γενικά κατά τους αιώνες της Βυζαντινής αυτοκρατορίας οι κάτοικοι του Νέστου και της παρανέστιας περιοχής γνώρισαν, όπως και στις άλλες περιοχές της Θράκης, καταστροφές, λεηλασίες, φόνους και αιχμαλωσίες, αποτέλεσμα των συνεχών βαρβαρικών επιδρομών στα εδάφη της Θράκης, των Γότθων, Ούννων, Αβάρων, Πετσενέγκων Νορμανδών ,Καταλανών και ιδιαίτερα Βουλγάρων και Τούρκων. Την ίδια τύχη πρέπει να είχε η περιοχή και μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης και των άλλων πόλεων της Θράκης από τους Φράγκους, όταν ακολούθησαν επιδρομές (1205-1206) των Κουμάνων και των Βλαχοβουλγάρων  υπό τον Ιωάννη ή Ιωαννίτση (Σκυλογιάννη) και τα δεινά των εμφυλίων πολέμων των Βυζαντινών . 
Περί τον 13ο αιώνα υπάρχει αναφορά για την  επισκοπή Μορένο (πόλη Φράγκων ,πιθανά κοντά στο Διπόταμο) , η οποία γεωγραφικά τοποθετείται στην ορεινή περιοχή της επαρχίας Νέστου. Σε όλη αυτή την  περίοδο που εξετάζουμε, η ανθρώπινη παρουσία σίγουρα δεν εξέλειπε από την περιοχή, καθώς το υγρό κλίμα και τα γόνιμα εδάφη της περιοχής ευνοούσαν την καλλιέργεια σιτηρών και αργότερα καπνού  παρά το γεγονός ότι η εμφάνιση επιδημιών ήταν ιδιαίτερα συχνή, κυρίως δε της ελονοσίας. Αξίζει να αναφερθεί ότι παράλληλα με τον αγροτικό προσανατολισμό των οικισμών της πεδιάδας υπάρχει σταδιακή αύξηση του  πληθυσμού στα ορεινά που βασίζεται στην κτηνοτροφία και την εκμετάλλευση των μεταλλείων. Κατά την τελευταία περίοδο του Βυζαντίου οι συχνές επιδρομές από διάφορους λαούς, αλλά κυρίως από τους Καταλανούς , τους Νορμανδούς  και εν συνεχεία από τους Τούρκους σε συνδυασμό με την επιδημία βουβωνικής πανώλης, αλλά και του καταστροφικού σεισμού του 1354, (που κατέστρεψε πολλά φρούρια της περιοχής) συνέβαλαν στη σταδιακή πληθυσμιακή ερήμωση της περιοχής, κενό το οποίο στη συνέχεια κάλυψαν οι Οθωμανοί με τις μεγαλύτερες  μαζικές μετακινήσεις Γιουρούκων Τούρκων , βετεράνων πολεμιστών που πήραν αυτά τα εδάφη σαν δώρο για τις υπηρεσίες τους και μετοίκησαν από τα βάθη της Μ.Ασίας. Η εγκατάσταση αυτή συνεχίστηκε μέχρι τα τέλη του 16ου αιώνα όχι μόνο στην περιοχή αλλά και σε όλη τη Μακεδονία αν και σε μικρότερο βαθμό ακόμα και αν αλλού τα εδάφη είχαν ακμαίους χριστιανικούς πληθυσμούς που όμως σύμφωνα με τη μέθοδο προσπορισμού εδαφών των  Οθωμανών εκτοπίζονταν συχνά βίαια .
Στην εκτίμηση ότι η εγκατάσταση των Γιουρούκων γίνονταν σε μέρη με στρατηγική σημασία φαίνεται να συμφωνούν οι ιστορικοί αφού  οι νομαδικές αυτές τουρκικές φυλές γεωργοκτηνοτροφικής απασχόλησης (Γιουρούκοι) μεταφέρονται κατά προτίμηση σε τόπους με στρατηγική σημασία και κυρίως από την εποχή του Μεχμέτ Β΄(1454–1481) χρησιμοποιούνται ως βοηθητικά στρατιωτικά σώματα. Οργανώνονται σε εστίες των 10 έως 40 ατόμων. Κάθε εστία έχει τους «Εσκιντζί» πολεμιστές που σε καιρό πολέμου συμμετέχουν σε εκστρατείες με αντάλλαγμα την παροχή από το κράτος γης, απαλλαγμένης από φόρους καθώς και τους «Γιαμάκ» οι οποίοι φροντίζουν τον εξοπλισμό και την συντήρηση των «Εσκιντζή». Ο στρατιωτικός διοικητής των ομάδων αυτών και των περιοχών που εδρεύουν, είναι ο Σερίμπασης.
Από τις παραπάνω αναφορές συμπεραίνουμε ότι ο αποτελεσματικός έλεγχος των «Σαπαίων στενών» και η δημιουργία μιας ασφαλούς ενδοχώρας για την αποτελεσματικότερη φύλαξη τους, οδήγησε στη μαζική εγκατάσταση Γιουρούκων στην ευρύτερη περιοχή εκατέρωθεν της κοίτης του Νέστου, ιδιαίτερα δε στη δυτική πλευρά του. Από  το 1650 αρχίζει να παρακμάζει το στρατιωτικό φεουδαλικό σύστημα των Γιουρούκων και το 1691 αναφέρεται ότι οι καθαροί απόγονοι των πρώτων κατακτητών στην περιοχή είναι πια ελάχιστοι.  Οι διάδοχοί τους όμως συνεχίζουν τον ίδιο τρόπο ζωής και οργανώνονται άμεσα σε αποσπάσματα όποτε οι υποταγμένοι χριστιανοί τολμούσαν να δημιουργήσουν θέμα.Οι χριστιανικοί πληθυσμοί συνεχίζουν να συρρικνώνονται  λόγω της πίεσης από το στρατοκρατικό σύστημα των Οθωμανών και την οικονομική καχεξία. Άλλη αιτία συρρίκνωσης του χριστιανικού πληθυσμού είναι και το φαινόμενο του εξισλαμισμού κυρίως από 1450-1700μ.Χ. Μάλιστα σε πολλές περιπτώσεις είχαμε  μαζικά κύματα εξισλαμισμού όχι επειδή επιβαλλόταν άμεσα,  αλλά γιατί οι χριστιανοί δεν μπορούσαν να ζήσουν ανάμεσα σε συμπαγή τμήματα μουσουλμανικού πληθυσμού και επίσης δεν αντέχανε τη δυσβάσταχτη φορολογία που τους επιβαλλόταν. Φανατικοί μουσουλμάνοι τριγύριζαν για να προσηλυτίσουν χριστιανούς στη θρησκευτική αίρεση των μπεκτατζήδων, αίρεσης με πολλά κοινά σημεία με το χριστιανισμό. Όλα αυτά σε συνδυασμό με τη δημογραφική αύξηση της Καβάλας συμπαρασύρουν σε μια ανάλογη αύξηση του μουσουλμανικού πληθυσμού στην περιοχή ενώ οι λίγοι χριστιανοί που απομένουν δεν μπορούν να συντηρήσουν πια τις εκκλησίες τους .
Η περιοχή της σημερινής Χρυσούπολης καταλήφθηκε από τους Οθωμανούς το 1375–1376 και είχε την ονομασία Σαρή Σαμπάν(κατά άλλους:  Χρυσό Αλέτρι)  λόγω του εύφορου εδάφους (παλαιότερα έφερε και το όνομα Σαππαί). Την περίοδο της κατάκτησης υπάρχει αναφορά για την πτώση του κάστρου του Πλαταμώνα. Οι Οθωμανοί απαίτησαν την παράδοση του κάστρου και τον εξισλαμισμό των υπερασπιστών. Αυτοί συνέχισαν να μάχονται και με την πτώση εξοντώθηκαν μέχρις ενός. Τα οστά τους βρέθηκαν από τους σημερινούς κατοίκους με τη διάνοιξη της επαρχιακής οδού σε ομαδικό τάφο. Το 1507 έγγραφο αναφέρει σφαγή καλογέρων στο χωριό Δουκάλιο (Πετροπηγή) Έχουν βρεθεί φορολογικοί κατάλογοι της οθωμανικής διοίκησης (από το 1485 )που αναφέρονται σε ποσά φόρων που κατέβαλαν οικογένειες που  ασχολούνταν με την εκμετάλλευση του ορυκτού πλούτου στα ορεινά . Το 1546 ένας Γάλλος βοτανολόγος περιηγητής αναφέρει την ύπαρξη μεγάλης ξύλινης γέφυρας  στο Νέστο ενώ για την Καβάλα αναφέρει ότι εποικίστηκε από πολλούς Εβραίους που οι Τούρκοι  είχαν μεταφέρει εκεί από την εκστρατεία τους στη Βούδα και την Πέστη.
Επίσης βρέθηκε αναφορά του 1576 που ορίζει ότι τα έσοδα από το χωριό Μούντζινος(Λεκάνη) θα πηγαίνουν στο Βακούφι του Βαγιαζήτ Β στην Ανδριανούπολη.    
             Χωρισμένη σε Καζάδες η οθωμανική επαρχία του Δυτικού Νέστου είχε για πολλά χρόνια κυριότερο οικισμό αυτό του Διποτάμου (Καζάς του Τσάγλαϊκ) και ανήκε πάντα στο πασά σαντζάκ της Θεσσαλονίκης.
Η πρώτη αναφορά για το Σαρή Σαμπάν ( Χρυσούπολη) γίνεται το 1667 από τον μεγάλο Τούρκο περιηγητή Εβλιγιά Τσελεμπή ο οποίος αναφέρει: Είναι Βοεβοδιλίκ του καζά της Καβάλας με διακόσια σπίτια, κτισμένα σε αμμώδη περιοχή. Έχει τζαμί, δύο χάνια, χαμάμ και πενήντα μαγαζιά. Έχει ακόμα Μεντρεσέ και έναν τεκέ ντερβισάδικο. Από την αναφορά αυτή προκύπτει ότι ήδη προϋπήρχε το Σαρή Σαμπάν και μάλιστα ως ανεπτυγμένος οικισμός. Άρα η ίδρυση του πρέπει να τοποθετηθεί στις αρχές του 17ου αιώνα.
Περί τις αρχές του 18ου αιώνα το Σαρή Σαμπάν έχει αναπτυχθεί αρκετά και μάλιστα, σε βάρος του Τσάγλαϊκ (Διπόταμος)  με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί ο καζάς του Σαρή Σαμπάν με έδρα το ίδιο, ιδιότητα την οποία θα διατηρήσει και μέχρι την απελευθέρωση της περιοχής από τον Ελληνικό στρατό το 1913.
Η ορμητικότητα των απογόνων των Γιουρούκων Τούρκων της περιοχής φαίνεται να υποχωρεί μετά το 1821 όταν μεγάλο μέρος από αυτούς καταστράφηκε στα γεγονότα της ελληνικής επανάστασης και μάλιστα στα Δερβενάκια όπου είχαν επιστρατευτεί από τον πασά Δράμαλη. Αναφέρεται και ένας καταστροφικός σεισμός το 1829 που ισοπέδωσε την Ξάνθη και τις γύρω περιοχές.
Μετά την ίδρυση του ομώνυμου καζά ξανασυναντούμε το Σαρή Σαμπάν στην πρώτη γενική απογραφή του Οθωμανικού κράτους, το 1831, η οποία διεξάγεται από τον Σουλτάνο Μαχμούτ Β΄ (1808 – 1839), για δημοσιονομικούς λόγους. Σε αυτή αποτυπώνεται ο πληθυσμός των αρρένων κατά καζάδες. Στον καζά του Τσάγκλαϊκ - Σαρή Σαμπάν έχουμε 4.986 μουσουλμάνους, 131 Χριστιανούς, 22 ξένους (όπως αναφέρεται στην απογραφή) και 54 τσιγγάνους.  Αυτή είναι η πρώτη αναφορά στον χριστιανικό πληθυσμό του καζά του Σαρή Σαμπάν και αφορά τους χριστιανούς κατοίκους του Καγιά Μπουνάρ (Πετροπηγή). Το 1864 αναφέρεται ότι το Σαρή Σαμπάν έχει πληθυσμό περί τους 3.000 κατοίκους.
Σε στατιστικό πίνακα που συντάχθηκε το 1876 για λογαριασμό του Ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών, ο πληθυσμός του καζά Σαρή Σαμπάν αυξάνεται στις 35.000 κατοίκους με 33.500 Οθωμανούς, 1.295 αθίγγανους, 200 Έλληνες και 2 Έλληνες υπηκόους.Σε μεταγενέστερο πίνακα, πάλι του Υπουργείου Εξωτερικών της Ελλάδας, ο συνολικός πληθυσμός του καζά φαίνεται αυξημένος και ανέρχεται στα 35.968 άτομα, 33.355 εξ αυτών Τούρκοι, 2.338 αθίγγανοι και 275 Έλληνες.
Από τους παραπάνω πίνακες μπορούμε να βγάλουμε το συμπέρασμα ότι η άφιξη των Ηπειρωτών από τη Λάϊστα που αποτέλεσαν και τον πρώτο πυρήνα ελληνισμού στην πόλη της Χρυσούπολης ,ξεκίνησε κατά το πρώτο μισό του 19ου αιώνα για να κορυφωθεί στη συνέχεια. Αυτοί ήταν οι πρώτοι κάτοικοι ελληνικής καταγωγής που εγκαταστάθηκαν στην πόλη γύρω στο 1820 δημιουργώντας το τρίπτυχο χάνι μπακάλικο φούρνος εκμεταλλευόμενοι την αναγκαστική παραμονή των ταξιδιωτών λόγω του αποκλεισμού τους από τις συχνές πλημμύρες του Νέστου.
Τέλος αξίζει να αναφερθεί ένα άρθρο που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Ανατολικός Αστήρ (Κωνσταντινούπολη, αριθμός φύλλου 20, 1886) στο οποίο και αναφέρονται τα εξής: «Κείται δε το Σαρή Σαμπάν προς δυσμάς του ποταμού Νέστου ή Καρά Σού τουρκιστί, μεταξύ των τμημάτων Ξάνθης και Καβάλας απέχον εξ αμφοτέρων των πόλεων τούτων 3 ώρας και συγκείται εκ τουρκικών χωριών, εν οις εύρηνται δυο ή τρία εργαστήρια, ιδιοκτησίας Ελληνόβλαχων, τίνων προ χρόνων εργαζομένων. Έδρα του καϊμακαμληκίου Σαρή Σαμπάν είναι η ομώνυμη κώμη, κείμενη παρά τον ποταμόν Μέστα (Καρά Σου – μαύρο νερό στα Ελλη-νικά) τον χωρίζοντα την Θράκην από της Μακεδονίας. Ενταύθα οικίαι δεν υπάρχουσι, χάνια δε και εργαστήρια διάφορα περί τα 80: υπό Ελληνόβλαχων ως τα πολλά κατεχούμενα και χρησιμεύοντα εις την καθ΄ έκαστην εβδομάδα, εν ημέραις τετάρται γινόμενη αγοράν (Παζάριον).
1ον Σαρή Σαμπάν περιλαμβάνει περί τας 300 ψυχάς Ελληνόβλαχων εχόντων εκκλησίαν και ουδεμίαν σχολήν. Αποτελούσι δ΄ούτως ειπείν όασιν ελληνικήν εν ερήμω και καλόν να ενισχυθώσι, διότι δύνανται να μεταφέρωσι και τας οικογένειας αυτών και να εγκατασταθώσιν οριστικώς.
2ον Λιμήν της Σκαλωτής (Κεραμωτή) αποτελείται εξ ευάριθμων εργαστηρίων, εν οις οικούσι 60 ψυχαί Ελληνοβλάχων, μηδεμίαν εκκλησίαν ή σχολήν κεκτημένων.
3ον...
4ον Οργάντζιλαρ, ωσαύτως αποτελείται εξ ευαρίθμων εργαστηρίων Ελληνοβλάχων, συμποσούμενων εις 50 ψυχάς.
5ον Καγιά Μπουνάρ, μιαν ώραν μακράν του Σαρισαμπάν κείμενον οικείται υπό 120 ψυχών. Ενταύθα υπάρχει εκκλησία, αλλά ο αριθμός των κατοίκων οσημέραι ελαττούται. Οι κάτοικοι ασχολούνται εις την φυτείαν του καπνού.»
Από το παραπάνω άρθρο, στο οποίο γίνεται αναφορά μεταξύ άλλων στην οικονομική δραστηριότητα των Ηπειρωτών, προκύπτει μια σαφή εικόνα για τους τομείς στους οποίους παραδοσιακά δραστηριοποιούνταν στις τοπικές κοινωνίες των περιοχών που μετανάστευαν.   Περί τον 18ο αιώνα γενικεύθηκε  στην περιοχή και κυρίως στον ορεινό όγκο η καλλιέργεια του καπνού τύπου μπασμά που ήταν κύριο εξαγωγικό προϊόν μέσω του λιμανιού της Καβάλας. Στα ορεινά επίσης κύρια απασχόληση αποτελούσε και η κτηνοτροφία που όμως από το 1950 άρχισε να χάνει συνεχώς έδαφος. Σήμερα η καλλιέργεια του καπνού έχει εγκαταλειφθεί και το μόνο που τη θυμίζει είναι, στην περιοχή της Χρυσούπολης, το κτίριο της Αγροτικής τράπεζας, που ήταν η πρώην οικία του καπνέμπορα Ζαχαριάδη , αποτελούσε δε  μέρος από ένα μεγάλο σύμπλεγμα αποθηκών που υπήρχαν μέχρι το 1970 οπότε σταδιακά  έδωσαν τη θέση τους σε σύγχρονα κτίρια.  Η σημερινή πόλη χτίστηκε περίπου το 17ο αιώνα αλλά υπήρχε πόλη με το όνομα Εσκί Σαρί Σαμπάν, στην περιοχή Ερατεινού, που δηλώνει ότι έγινε μετακίνηση πληθυσμού λόγω αλλαγής των δρόμων ή από άλλο άγνωστο γεγονός. Δε γνωρίζουμε κάτι για αυτή την πόλη (οικισμό) που αποτελούσε τον πρόδρομο του Σαρί Σαμπάν . Οι Ηπειρώτες της πόλης επειδή δεν είχαν εγκατασταθεί με τις οικογένειές τους δεν  πολιτογραφούνταν σαν μόνιμοι κάτοικοι από τις οθωμανικές αρχές. Όταν σιγούρεψαν την οικονομική τους επιτυχία και έφεραν τις οικογένειές τους λειτούργησαν σαν μια μικρή αλλά δραστήρια ελληνική  κοινότητα. Έτσι το 1884 κτίστηκε και το 1891 εγκαινιάστηκε ο ναός του Αγίου Δημητρίου ενώ λειτούργησε και μια ελληνική σχολή σε ιδιόκτητο κτίριο.Τα χρόνια του μακεδονικού αγώνα υπήρξε δραστηριότητα με  επαφές από Πράβι και Θάσο όπου γινόταν διακίνηση οπλισμού. Στα χρόνια της συνύπαρξης (μέχρι το 1913) Ελλήνων και Βουλγάρων στην Χρυσούπολη (Βούλγαροι που μεταφέρθηκαν από την Καστοριά πριν το 1890) που η πλειοψηφία των κατοίκων ήταν μουσουλμάνοι αναφέρθηκαν επεισόδια μεταξύ Ρουμ (Έλληνες ή Ελληνόφωνες Πατριαρχικοί) και Βουλγάρων Εξαρχικών και γενικά η περιοχή όπως και όλη η Ανατολική Μακεδονία και Θράκη υπήρξε θέατρο εμπλοκής  της Βουλγαρικής και Ρουμανικής προπαγάνδας  . Η περιοχή απελευθερώθηκε στις 11 Ιουλίου 1913 αλλά την περίοδο του εθνικού διχασμού καταλήφθηκε αναίμακτα από τα βουλγαρικά στρατεύματα που βρήκαν την ευκαιρία να την αφελληνίσουν (αλλαγή διοικητικών , εκπαιδευτικών και εκκλησιαστικών αρχών) προκαλώντας επεισόδια και διώξεις κάτι που επανέλαβαν και κατά τη διάρκεια της Β΄Βουλγαρικής κατοχής στον Β΄παγκόσμιο πόλεμο (1940-1944) όπου και στην περιοχή μας είχαμε κάψιμο χωριών και απαγωγή πληθυσμών σε καταναγκαστικά έργα. Οριστικά περνάει στην ελληνική δικαιοδοσία από το 1918.Και στις δύο περιπτώσεις δεν έλλειψε η αντίσταση κατά των Βουλγάρων και μάλιστα το μεγάλο δάσος του Κοτζά Ορμάν χρησίμευε σαν καταφύγιο αντιστασιακών ομάδων. Το 1919 το Σαρή Σαμπάν (Χρυσούπολη) αναγνωρίστηκε σαν κοινότητα,το 1924 παραχωρήθηκε από τη μητρόπολη Ξάνθης όπου ανήκε στην τότε μητρόπολη Καβάλας (που μετονομάστηκε σε Φιλίππων ,Νεαπόλεως και Θάσου)  και το 1946 έγινε δήμος.Στην περίοδο 1922-1926 δέχθηκε ανταλλάξιμους πληθυσμούς κυρίως από τον Πόντο και την Ανατολική Θράκη που εγκαταστάθηκαν στα ορεινά πρώην μουσουλμανικά  χωριά και τους γιακάδες (πρόποδες)ενώ με το τέλος του Β΄ Πολέμου αυξήθηκε ο αριθμός των Σαρακατσάνων  που εγκατέλειψαν τις χώρες του Ανατολικού μπλοκ (Πολλοί προέρχονται από Ανατολική Ρωμυλία) . Κατά τη διάρκεια του ελληνικού εμφύλιου πολέμου (1945-49) πολλοί από τους πρόσφυγες των ορεινών γίνονται για δεύτερη φορά πρόσφυγες ,αυτή τη φορά μέσα στην ίδια τους τη χώρα και υποβάλλονται λόγω της δράσης των ανταρτών στα ορεινά , σε αναγκαστική μετοικεσία στη Χρυσούπολη όπου για ένα χρονικό διάστημα στοιβάζονται στις αποθήκες Ζαχαριάδη μέχρι να τους δοθεί κλήρος. Η περιοχή και οι κάτοικοί της αντιμετωπίζουν με τη λήξη του εμφυλίου πρόβλημα επιβίωσης και γίνονται αποδέκτες του σχεδίου  Μάρσαλ  .Ήδη από το 1949 αλλά κυρίως μετά το 1952 ξεκινά η εκχέρσωση του δάσους και η κατασκευή των εγγειοβελτιωτικών έργων που άλλαξαν τη μορφή της πεδιάδας και τιθάσευσαν τον ρου του ποταμού. Από τότε ξεκινά και μια ήρεμη ανάπτυξη που όμως δεν απέφυγε τις  τάσεις της εποχής , δηλαδή την αστυφιλία και την ερήμωση των ορεινών χωριών αλλά και τη μετανάστευση προς άλλες χώρες ,ιδίως τη Γερμανία από το 1960 και μέχρι το 1974 αλλά δυστυχώς και σήμερα λόγω της οικονομικής κρίσης που μαστίζει όλη την Ελλάδα..

 Στην πόλη σήμερα υπάρχουν κάποια διατηρητέα κτίρια, όπως το καμπαναριό του Αγίου Δημητρίου (1884), το παλαιό διοικητήριο (1890) και το κτίριο της Αγροτικής Τράπεζας (1924). Κατά τα άλλα αποτελεί μια τυπική επαρχιακή αγροτική κωμόπολη με πληθυσμό που αποτελείται αποκλειστικά από  πρόσφυγες, Ηπειρώτες Λαϊστινούς , ΜικρασιάτεςΠόντιους (40%),  Θρακιώτες(40%) και από Σαρακατσάνους και έτσι πολλές από τις συνοικίες έχουν ονόματα πού θυμίζουν την προέλευση των κατοίκων της. Παλαιότερα και μέχρι περίπου τη δεκαετία του '60 και λόγω της θέσης της, το κορυφαίο εβδομαδιαίο γεγονός της Χρυσούπολης ήταν το παζάρι, κάθε Τρίτη, όπου οι γεωργοί απ' όλα τα γειτονικά χωριά πήγαιναν να πουλήσουν την παραγωγή τους ή τα ζώα τους στην ταυτόχρονη ζωοπανήγυρη .Με την ανάπτυξη του οδικού δικτύου και τα πλεονεκτήματα που δημιουργήθηκαν τα τελευταία χρόνια (Αεροδρόμιο στα 6 χμ – Λιμάνι στα 14 χμ- Εγνατία Οδός – Υδροηλεκτρικά Φράγματα- Εκμετάλλευση γεωθερμικού πεδίου- Μικρή απόσταση από τις πλησιέστερες πόλεις-Επαφή με τουριστικό προορισμό της Θάσου-Γόνιμο έδαφος) δείχνει να κοιτάζει το μέλλον με αρκετή αισιοδοξία. Ο αγροτικός πληθυσμός είναι συνειδητά προσανατολισμένος σε δυναμικές καλλιέργειες και προσπαθεί να ενσωματώσει όλα τα στοιχεία εκείνα που θα τον διατηρήσουν ανταγωνιστικό. Παράλληλα η περιοχή προσφέρεται για επενδύσεις στον τομέα της ενέργειας και του τουρισμού. 

1 σχόλιο:

  1. Συγχαρητήρια τόσο για την εξαιρετική ιστορική παρουσίαση σας, όσο και για κάποια σχεδόν άγνωστα στους πολλούς στοιχεία που παραθέσατε (επισκοπή Μορένους π.χ.) Εξεπλάγην ευχάριστα με την ανάγνωση του κειμένου σας. Με μια ομάδα φίλων της ιστορίας και έρευνας αναζητούμε την περιοχή της Επισκοπής (και όχι μόνο) από χρόνια μια και είμαι κάτοικος Χρυσούπολης. Θα χαρώ ιδιαίτερα να επικοινωνήσει κάποιος μαζί μου για ανταλλαγή απόψεων και πληροφοριών....Καλή δύναμη και ευχαριστώ!
    Με τιμή
    Στέλιος Βαρυπάτης
    stvar66@gmail.com 6947 007 982

    ΑπάντησηΔιαγραφή